διιδρώ

διιδρώ
διιδρώ (-όω) (Α) [ιδρώ]
ιδρώνω πολύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διίδρωση — η (Α διίδρωσις) [διιδρώ] μεγάλη αφίδρωση νεοελλ. 1. δίοδος υγρού μέσα από τα πορώδη τοιχώματα ενός σώματος όπου εμφανίζεται με μορφή σταγόνων, ίδρωμα 2. ιατρ. το χύσιμο οργανικού υγρού που οφείλεται σε εσωτερική πίεση …   Dictionary of Greek

  • προδιιδρούμαι — όομαι, Α αποβάλλω κάτι με τον ιδρώτα ή με τη μορφή ιδρώτα προηγουμένως («προδιιδροῡται τις ἰχὼρ λεπτὸς ἐκ τοῡ πύου», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διιδρῶ «ιδρώνω πολύ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”